…Δυο κεφάλαια από το έργο του Κώστα Φωτεινού (Ο Οδυσσέας δεν ταξίδεψε ποτέ).

Σαν να είναι αλήθεια
Οδυσσέας – Γέροντας

Ο. – Γέροντα, αφέθηκα σ’ αυτό το δρόμο. Καλά πάω;
Γ. – Οι πατούσες σου το ξέρουν καλύτερα κι από μένα κι από σένα.
Ο. – Αμφιβάλλω αν ξέρω, κι έτσι δεν ξέρω.
Γ. – θέλεις να σου θυμίσω αυτά που ξέρεις, για να λες πως  τάμαθες; Η γνώση εμφανίζεται στη σιωπή. Μη ρωτάς.
Ο. – Ν’ αφεθώ σε σένα, Γέροντα, γιατί φοβάμαι ν’ αφεθώ στο δρόμο;
Γ. – Προχώρα πλάι.
Ο. – Είμαι άπραγος, σαν άνθρωπος.
Γ. – Πες πως είσαι κι έγινες.
Ο. – Αμφιβάλλω αν ξέρω, κι έτσι δεν ξέρω.
Γ. – Βλέπεις τη δύναμή σου; Τόπες κι έγινε.
Ο. – Δεν ξέρω…
Γ. – Όλος ο κόσμος είναι μέσα σου, Οδυσσέα. Και τούτος ο δρόμος που πήρες είναι μέσα σου. τι θέλεις να ξέρεις…
Ο. – Έχω ανάγκη να με μάθεις, σαν να μην ξέρω.
Γ. – Σαν να μην ξέρεις…
Ο. – Σαν να μην ξέρω…
Γ. – Ν’ αφεθείς σε μένα ή στο δρόμο είναι το ίδιο. Μπορείς ν’ αφεθείς και σ’ ένα σκυλί, σ’ ένα δέντρο, ή σε μια πέτρα.
Ο. – Μπορώ να διαλέξω εσένα, Γέροντα;
Γ. – Περιορίζεσαι. Αφού, όμως, είναι με την απόφασή σου, δεν είναι περιορισμός.
Ο. – Να κάνουμε το πρώτο μέρος του δρόμου μαζί… Να με μάθεις… Δέξου, Γέροντά μου, να με μάθεις εσύ…
Γ. – Με τιμά, Οδυσσέα, η ευθύνη που μου δίνεις. Να σου παρουσιάσω όσα ξέρεις, για να τα αναγνωρίσεις, είναι μεγάλο έργο. Είναι πολύ δύσκολο να σε οδηγήσω εκεί που είσαι από πάντα.
Ο. – Σ’ ευχαριστώ που δέχεσαι. Σε κάνω Γέροντά μου. Σου υπόσχομαι τέλεια υπακοή, ως τη μέρα που δεν θα μπορείς να μου πεις τίποτα πια, γιατί θα έχω γίνει εσύ. Τη μέρα που θα σε αναγνωρίσω μέσα μου. Σου υπόσχομαι υποταγή.
Γ. – Θα σε οδηγήσω με ασφάλεια εκεί που θέλεις. Θα σε πάρω από το χέρι, για να μη σε οδηγήσω πουθενά.
Ο. – Έτσι να γίνει, Γέροντα. Να γίνει όμως, σαν να ‘ταν αλήθεια.
Γ. – Σαν νάταν αλήθεια… μα κάνε γρήγορα… δεν έχουμε χρόνο για χάσιμο…


Γ. – Βλέπεις όλες αυτές τις δοκιμασίες που σε βάζω να περνάς; Κι είμαστε μόνο στην αρχή…
Ο. – Ναι, Γέροντα.
Γ. – Πρόσεξε να μην πιστέψεις σε καμιά. Μη γελαστείς και πιστέψεις. Κι όμως πρέπει να πιστέψεις βαθιά. Μου υποσχέθηκες υποταγή.
Ο. – Ας γίνει το θέλημά σου.
Γ. – Το θέλημά μου είναι το δικό σου θέλημα. Άκουσέ με καλά… Όσο πιο δύσκολες είναι οι δοκιμασίες, τόσο λιγότερο να τις πιστέψεις. Όσο πιο κοντά σε πάνε στο τέλος, τόσο πιο πολύ σε απομακρύνουν. Τρεις φορές θ’ αγναντέψεις την Ιθάκη στην επιστροφή κι όμως, μόνο την τέταρτη θα πατήσεις το χώμα της.
Ο. – Μα τότε… γιατί οι δοκιμασίες;…
Γ. – Η παράδοση, Οδυσσέα. Οφείλουμε σεβασμό στη σοφία της παράδοσης.
Ο. – Πού είναι η σοφία, Γέροντα;
Γ. – Πολύ πιο βαθιά από κει που ψάχνουμε.
Ο. – Μα … οι δοκιμασίες που δεν οδηγούνε πουθενά… Ποια είναι η σοφία τους…
Γ. – Είπες πως είσαι άπραγος κι έγινες. Οι δοκιμασίες που πίστεψες βαθιά και που δεν σε οδήγησαν πουθενά είναι διπλές δοκιμασίες. Είναι οι πιο φοβερές και… οι πιο αποτελεσματικές.
Ο. – Γιατί, Γέροντα;
Γ. – Οδηγούν σίγουρα με την αποτυχία τους.
Ο. – Που οδηγούν;
Γ. – Πουθενά. Σε παίρνουν από το χέρι και σε οδηγούν πουθενά. Οδυσσέα, ξέχασες πως είσαι ήδη εκεί;
Ο. – Είμαι ήδη εκεί, Γέροντα…
Γ. – Βέβαια, Οδυσσέα… είσαι από πάντα στην Ιθάκη.
Ο. – Μα έφυγα. Γέροντα…
Γ. – Δεν έφυγες ποτέ από την Ιθάκη. Μίλησε με τον εαυτό σου, Οδυσσέα… Κοίταξε μέσα σου να δεις πού είσαι… κοίταξε έξω σου να δεις πού είσαι…
Ο. – Δεν καταλαβαίνω πάλι, Γέροντά μου…
Γ. – Οδυσσέα … Οδυσσέα… Δοκιμασία είναι να πρέπει να γυρίσεις στην Ιθάκη…
Ο. – Μα τώρα που ξέρω πως αυτές οι δοκιμασίες δεν οδηγούν πουθενά… Πώς θα με οδηγήσουν;
Γ. – Σούστησα παγίδα, πολύτροπε. Από τώρα, για σένα, η κάθε δοκιμασία έγινε τριπλή. «Έκαστος εφ’ ω ετάχθη».
Ο. – Πώς; Μπερδεύτηκα.
Γ. – Πες πως είναι κι έγινε.
Ο. – Μάθε με, σαν να μην ξέρω, Γέροντα.
Γ. – Η δοκιμασία που εκτελείς είναι μια. Όταν όμως ξέρεις πως δεν οδηγεί πουθενά κι όμως πρέπει να την εκτελέσεις, είναι δύο. Μα όταν επί πλέον πρέπει να την εκτελέσεις με απόλυτη πίστη είναι τρεις. Θυμήσου, υποσχέθηκες απόλυτη υποταγή.
Ο. – Οι δοκιμασίες πρέπει να εκτελούνται με απόλυτη πίστη. Έτσι θα γίνει, Γέροντα. Αφήνομαι σε σένα.
Γ. – Όλα να γίνονται με απόλυτη βαθιά πίστη, σαν να ήταν αλήθεια στο φυσικό κόσμο.
Ο. – Σαν να είναι αλήθεια, Γέροντα.
Γ. – Μπράβο. Μαθαίνεις καλά, Οδυσσέα. Το «σαν να είναι αλήθεια» το έπαιξες πολύ καλά στην πρώτη μας συνάντηση. Να προσέξεις, όμως να μην το πιστέψεις πολύ.
Ο. – Ότι πεις, Γέροντα…
Γ. – Το «σαν να είναι αλήθεια» είναι η πρώτη σου μεγάλη δοκιμασία. Όσο πιο μεγάλη είναι τόσο λιγότερο να την πιστεύεις.
Ο. – ....
Γ. – Όσο δεν ξέρεις πως είσαι από πάντα στην Ιθάκη, χρειάζονται οι δοκιμασίες. Αυτές που δεν οδηγούν πουθενά. Η παράδοση είναι σοφή, Οδυσσέα…

Οι δρόμοι κι ο δρόμος

Ο. – Ο δρόμος χωρίζει, Γέροντα. Ποιον να πάρουμε;
Γ. – Δεν έχουμε να διαλέξουμε. Νομίζεις πως ο δρόμος οδηγεί;
Ο. – Να πάρω το δρόμο της αρετής ή το δρόμο της κακίας;
Γ. – Αφού είμαστε ήδη από πάντα εκεί. Το ίδιο εσύ όσο κι εγώ.
Ο. – Ας κάνουμε πως διαλέγουμε, Γέροντα.
Γ. – Ας κάνουμε, σαν νάταν ο δρόμος αυτός που θα μας οδηγήσει. Αυτός που πάει με τα πόδια.
Ο. – Μα τότε γίνεται σημαντικό το να διαλέξουμε. Και μάλιστα να διαλέξουμε σωστά.
Γ. – Αν πεις πως είναι σημαντικό θα γίνει. Αν πεις πως είναι και δύσκολο θα γίνει κι αυτό. Μπορείς ακόμα να το κάνεις ακατόρθωτο και παρ’ όλα αυτά να το καταφέρεις με πολύ κόπο και χρόνο. Τότε κατάφερες και συ να γίνεις αξιοθαύμαστος. Ξέρεις ν’ αντιμετωπίζεις τη σκληρή ζωή. Την αντικειμενική πραγματικότητα!
Ο. – Μα τότε, γιατί οι δρόμοι… Ο κόσμος είναι γεμάτος δρόμους… Αυτοί που πάνε με τα πόδια…
Γ. – Είναι δοκιμασία… Για να δοκιμαστούμε… Μια ζωή παίρνουμε δρόμους, ταξιδεύουμε, νομίζοντας πως με το ταξίδι θα φτάσουμε… Κι είναι και τα ταξίδια πολλά και διαφορετικά στον κόσμο και στη ζωή. Κι ο καθένας διαλέγει. Ένας διαλέγει αυτό… Άλλος διαλέγει εκείνο… Κι όταν δεν φτάσουμε με το πρώτο, ξαναρχίζουμε μ’ ένα δεύτερο. Κι ύστερα μ’ ένα τρίτο, μ’ ένα τέταρτο… Κι αγωνιζόμαστε…
Ο. – Και δεν φτάνουμε, Γέροντα, με τα ταξίδια και τον αγώνα;
Γ. – Οδυσσέα… Οδυσσέα… Δέκα χρόνια πάλευες με θεούς, ανθρώπους και τέρατα στο ταξίδι της επιστροφής για τη Ιθάκη. Κι αν δεν κοιμόσουνα βαθιά την τέταρτη φορά που φτάσατε κοντά στην ακτή, κι αν δεν σε βγάζαν κοιμισμένο να σε αφήσουνε στην παραλία, θα σε ξαναπαίρναν οι άνεμοι και τα κύματα πίσω, στ’ ανοιχτά της θάλασσας.
Ο. – Κοιμήθηκα βαθιά, Γέροντα…
Γ. – Ναι … κι έτσι μόνο έφτασες… Έφτασες όταν εγκατέλειψες το ταξίδι και τον αγώνα.
Ο. – Παρ’ όλα αυτά, ας κάνουμε πως διαλέγουμε…
Γ. – Αυτή είναι η συμφωνία μας κι έτσι θα γίνει… Όμως να ξέρεις, Οδυσσέα, πως δεν είμαστε φτιαγμένοι από τη φύση μας για να προτιμάμε, και να διαλέγουμε.
Ο. – Πώς αυτό, Γέροντα;…
Γ. – Ο άνθρωπος απλώς ΕΙΝΑΙ… Είναι άνδρας, γυναίκα, ψηλός, κοντός, δυνατός, αδύνατος… Και λειτουργεί έτσι. Όμως αυτό δεν ήταν επιλογή του…
Ο. – Τότε τι είναι η επιλογή του;
Γ. – Το να προτιμάει ένα και να απορρίπτει το άλλο σαν αξίες.
Ο. – Κι αυτό δεν είναι σωστό;
Γ. – Καταστρέφει τον εγκέφαλο. Όμως ας παίξουμε πως διαλέγουμε.
Ο. – Διαλέγω το δρόμο που πάει δεξιά.
Γ. – Δεν κάθισες να σκεφθείς πριν… Πρέπει να σκεφθείς… Να παιδευτείς… Πρέπει να φανεί πως διάλεξες μετά πολλή σκέψη.
Ο. – Γιατί, Γέροντα;
Γ. – Ξέρεις πολύ καλά γιατί. Αυτό κάνεις από τη μέρα που συναντηθήκαμε στο δρόμο. Όταν σκεφθείς πολύ, μόνο τότε έχεις δικαίωμα να υποφέρεις που διάλεξες το δρόμο της κακίας. Γιατί οπωσδήποτε θα διαλέξεις το δρόμο της κακίας. Από τη μέρα που σε συνάντησα κάνεις σαν να σκέφτεσαι σαν να αγωνίζεσαι να βρεις το σωστό!
Ο. – Έτσι είναι, Γέροντα. Τόχω πιστέψει… Αρχίζω να υποφέρω. Άφησε να πάω ως το τέλος.
Γ. – Πάμε δεξιά. Το δρόμο που διάλεξες.
Ο. – Είναι ο δρόμος της αρετής;
Γ. – Ότι και να διαλέξεις είναι ο δρόμος της κακίας. Αφού αποφάσισες να διαλέξεις, αποφάσισες να υποφέρεις. Ότι και να διαλέξεις θα υποφέρεις. Ότι και να διαλέξεις είναι ο δρόμος της κακίας.
Ο. – Μα αφού είναι δύο οι δρόμοι.
Γ. – Ένας είναι ο δρόμος. Ο άλλος είναι εικονικός. Δεν υπάρχει. Δεν υπήρξε ποτέ ο άλλος δρόμος.
Ο. – Ένας είναι ο δρόμος;
Γ. – Ένας είναι και είναι ο δρόμος της αρετής.
Ο. – Μα τότε γιατί είναι δύο οι δρόμοι μπροστά μας; Ποιος είναι ο δρόμος της κακίας;
Γ. – Το ξέρεις καλά, Οδυσσέα. Ο δρόμος της κακίας είναι το ό,τι διαλέγεις.
Ο. – Κι αν δεν διαλέξω… πώς ξέρω ότι ο δρόμος που πήρα είναι ο δρόμος της αρετής;
Γ. – Ρώτα τις πατούσες σου, να δεις τι θα σου πούνε για το δρόμο που περπατάς.
Ο. – Είναι ευτυχισμένες!
Γ. – Τότε αυτός είναι ο δρόμος.
Ο. – Αυτός θα μας οδηγήσει;
Γ. – Μόνο αυτός. Όταν όλες οι σκέψεις σου και όλες οι πράξεις σου είναι ευτυχισμένες, τότε το σώμα σου γίνεται ευτυχισμένο κι ύστερα ο νους και η καρδιά σου. Τότε, ο ίδιος εσύ γίνεσαι ο δρόμος. Έτσι τα πόδια σου σε πάνε σωστά, όποιον δρόμο και να πάρουν.
Ο. – Κι αν θέλουμε ν’ αγωνιστούμε; Κι αν θέλουμε να υποφέρουμε;
Γ. – Οδυσσέα, κανένας δρόμος δεν μπορεί να οδηγήσει αλλού. Όμως, ο δρόμος του κόπου και του πόνου είναι πιο μακρύς… Σε απομακρύνει πολύ στην αρχή… Μόνο ο δρόμος της ευτυχίας σε οδηγεί αμέσως εκεί που είσαι ήδη από πάντα.
Συνεχίζεται…     

Βιβλιογραφία:
Ο Οδυσσέας δεν ταξίδεψε ποτέ.

Κώστας Φωτεινός Εκδόσεις: Καφέ Σχολειό
...με πολλά ευχαριστώ από
 panagiotispsarros.blogspot.com

4 σχόλια: